πλησιαστής

πλησιαστής
ὁ, Μ [πλησιάζω]
1. αυτός που πλησιάζει
2. αυτός που διαμένει κοντά, ο γείτονας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλησιαστής — neighbour masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασταί — πλησιαστής neighbour masc nom/voc pl πλησιαστός approachable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιαστάς — πλησιαστά̱ς , πλησιαστής neighbour masc acc pl πλησιαστά̱ς , πλησιαστής neighbour masc nom sg (epic doric aeolic) πλησιαστά̱ς , πλησιαστός approachable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πλησιαστής». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *pelā τού πέλας*, με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”